αὐτόπτου

αὐτόπτου
αὔτοπτος
self-revealed
masc/fem/neut gen sg
αὐτόπτης
seeing oneself
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αύτοπτος — αὔτοπτος, ον (AM) αυτός που τον έχει δει κανείς μόνος του, με τα ίδια του τα μάτια μσν. φρ. «ἐξ αὐτόπτου» με τα ίδια τα μάτια κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο) + οπτός < οπ , όπωπα, (παρακμ. του ορώ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”